ἐστοίχισα

ἐστοίχισα
στοιχίζω
set in a row
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαντική — Η ικανότητα πρόβλεψης των μελλούμενων. Αποτέλεσε θεμελιώδη ενότητα για πολλές θρησκείες της αρχαιότητας, καθώς μέσω αυτής επιτυγχανόταν άμεση επαφή με τις θεότητες. Εμφανίζοντας κάποια σημεία ή μέσω του στόματος των μάντεων, οι θεοί… …   Dictionary of Greek

  • στοιχίζω — ΝΑ [στοῑχος] βάζω σε στοίχους, σε σειρές, αραδιάζω νεοελλ. 1. αντιπροσωπεύω ορισμένη χρηματική αξία ή δαπάνη τιμώμαι, κοστίζω («τα υλικά τού στοίχισαν πολύ») 2. μτφ. (για δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις) προξενώ λύπη («τού στοίχισε πολύ ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”